Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γεῦσις
Γευσιστράτη
γευστέον
Γευσι·στράτη,
ης
(
ἡ
) [
ᾰ
] Geusistratè,
f.
Ar.
Eccl.
49
.
Étym.
γεύομαι, στρατός
.