Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γλαυκιόων
Γλαύκιππος
γλαυκίσκος
Γλαύκ·ιππος,
ου
(
ὁ
) Glaukippos (Glaucippe),
n. d’h.
Lys.
DH.
Plut.
etc.
Étym.
γλαυκός,
*ἴππος
p.
ἵππος
;
cf.
Ἄλκιππος, Λεύκιππος
.