γλωχίς

Γνάθαινα

Γναθαίνιον
Γνάθαινα, ης () [νᾰ] Gnathæna, f. El. V.H. 12, 3 ; Ath. 384f, etc.
Étym. fém. de Γνάθων ; cf. γείταινα et γείτων ; τέκταινα et τέκτων, etc.