γναθόω-ῶ

Γνάθων

Γναθωνάριον
Γνάθων, ωνος () [] Gnathôn (litt. mâchoire : οὐδὲν ἄλλο ὢν ἢ γνάθος, qui n’est rien qu’une mâchoire, Lgs 4, 11)
1 n. de parasite, Lgs 4, 10, etc. ; Alciphr. 3, 34 ; etc. ||
2 autres, Plut. M. 707e ; etc.
Étym. γνάθος.