γραμμώδης

Γράνικος

Γράνιος
Γράνικος, ου, ou Γρανικός, οῦ () [ᾱῑ]
1 le Granique (auj. Biga Çayı ou Kocabaş Çayı) fl. de Troade, Str. 581, etc. ; Plut. Luc. etc. ||
2 Granikos, dieu de ce fleuve, Hés. Th. 342 ||
E Épq. et ion. Γρήνικος, Il. 12, 21 ; Hés. l. c. ; Q. Sm. 3, 202.