Γύης

Γύθειον

Γυθιακός
Γύθειον, ου (τὸ) Gytheion (auj. Yíthio) port de Laconie, Xén. Hell. 1, 4, 11 ; 6, 5, 32 ; Lyc. 98 ; etc. ; cf. Γύθιον.