ἑκαταϐόλος

Ἑκαταῖα

Ἑκάταιον
Ἑκαταῖα, ων (τὰ) [κᾰ] offrandes à Hékatè (oignons, légumes, etc.) Dém. 1269, 10.
Étym. Ἑκάτη.