ἑκατόμϐοιος

Ἑκατόμνως

ἑκατόμπεδος
Ἑκατόμνως, ω () Hekatomnôs, satrape de Carie, Isocr. 74d ||
E Acc. -ων, Thpp. fr. 3 (Phot. 176) ; ou -ω, Str. 656.