ἑκατοστύς

Ἑκατώνυμος

ἔκαυσα
Ἑκατ·ώνυμος, ου () [ᾰῠ] Hékatônymos, h. Xén. An. 5, 5, 7 ; etc. ; Anth. 9, 348.
Étym. ἑκατόν, ὄνομα.