Ἑλλησποντιακός

Ἑλλησποντίας

Ἑλλησποντιάς
Ἑλλησποντίας, ου () s. e. ἄνεμος, vent qui souffle de l’Hellespont, c. à d. du N. E. Arstt. Meteor. 2, 6, 20 ; Probl. 26, 56 ; Th. Vent. 62 ||
E Ion. -ίης, Hdt. 7, 188.
Étym. Ἑλλήσποντος.