Ἑλλησποντιάς

Ἑλλησπόντιος

Ἑλλησποντίς
Ἑλλησπόντιος, α, ον, de l’Hellespont, Hdt. 7, 95 ; Xén. Hell. 3, 4, 11, etc.
Étym. Ἑλλήσποντος.