Ἑρμόδοτος

Ἑρμόδωρος

Ἑρμόζυγος
Ἑρμό·δωρος, ου () Hermodôros, h. A. Pl. 170 ; Luc. Ic. 16, 26.
Étym. Ἑ. δῶρον.