Ἑρμοκρέων

Ἑρμόλαος

ἑρμολογέω-ῶ
Ἑρμό·λαος, ου () [] Hermolaos, h. Plut. Alex. 55 ; Luc. D. mort. 8, 1.
Étym. Ἑ. λαός.