Ἑρμοπολίτης

Ἑρμοπτόλεμος

Ἕρμος
Ἑρμο·πτόλεμος, ου () Hermoptolémos, h. Hpc. Epid. 7, 11 et 14.
Étym. Ἑ. πτόλεμος.