Ἕρμος

Ἑρμότιμος

Ἑρμοτύϐιες
Ἑρμό·τιμος, ου () [] Hermotimos, h. Hdt. 8, 103 ; Arstt. Metaph. 1, 3 ; Plut. Per. 24.
Étym. Ἑ. τιμή.