ἱερουργός

Ἱερουσαλήμ

ἱεροφαντέω-ῶ
Ἱερουσαλήμ () indécl. c. Ἱεροσόλυμα, Spt. Jos. 10, 1 ; Jud. 19, 10 ; Phil. 1, 691, etc.