Ἱπποδάμεια

Ἱπποδάμειος

Ἱπποδαμία
Ἱπποδάμειος, ος, ον [] d’Hippodamos, Xén. Hell. 2, 4, 11 ; Arstt. Pol. 7, 10.
Étym. Ἱππόδαμος.