Ἱπποκλέας

Ἱπποκλέης

Ἱπποκλείδης
Ἱππο·κλέης, p. contr. -κλῆς, gén. -κλέους () Hippokléès ou Hippoklès, h. Thc. 8, 13, etc.
Étym. ἵ. κλέος.