Ἱπποκλῆς

Ἵπποκλος

ἱπποκομέω-ῶ
Ἵππο·κλος, ου () Hippoklos, h. Hdt. 4, 138 ; Thc. 6, 59, etc.
Étym. ἵ. κλέος ; cf. Ἱπποκλῆς.