ἱπποκούριος

Ἱπποκόων

Ἱπποκοωντίδαι
Ἱππο·κόων, όωντος () Hippokoôn :
1 serviteur de Rhèsos, Il. 10, 513 ||
2 autres, Hdt. 5, 60 ; Plut. Thes. 31, etc.
Étym. ἵ. -κοων, cf. Λαοκόων.