Ἱππομέδων

Ἱππομένης

ἱππόμητις
Ἱππο·μένης, ους () Hippoménès, h. Thcr. Idyl. 3, 40 ||
E Voc. Ἱππόμενες, A. Pl. 144.
Étym. ἵ. μένος.