ἱππομύρμηξ

Ἱππόνικος

Ἱππονόη
Ἱππό·νικος, ου () [νῑ] Hipponikos, h. Hdt. 6, 121 ; Xén. Hell. 6, 3, 2, etc.
Étym. ἵ. νίκη.