ἱπποζώνη

Ἱπποθάλης

ἱππόθεν
Ἱππο·θάλης, ους () [] Hippothalès, h. Plat. Lys. 203a ||
E Voc. Ἱππόθαλες, Plat. l. c. ; ou Ἱπποθάλη, Plat. Lys. 210e.
Étym. ἵ. θάλλω.