Ὁμηριστής

Ὁμηροκέντρον

ὅμηρον
Ὁμηρο·κέντρον, ου (τὸ) ou Ὁμηρο·κέντρων, ωνος () centon homérique, Anth. 1, 119 ; 9, 381, etc.