Ὑαῖοι

Ὑακίνθια

ὑακινθίζω
Ὑακίνθια, ων (τὰ) [] fête d’Hyakinthos, à Lacédémone, Hdt. 9, 6 et 11 ; Thc. 5, 23, etc.
Étym. Ὑάκινθος.