ὑδροστόλος

Ὑδροσφάντης

ὑδρότης
Ὑδρ·οσφάντης, ου () « Flaireur d’eau », n. de parasite, Alciphr. 3, 61.
Étym. p. dissimil. p. * Ὑδροσφράντης, de ὕδ. ὀσφραίνομαι.