ὑλάσσω

Ὑλάτης

ὑλατόμος
Ὑλάτης, ου, épq. αο () [ῡᾱᾱ] habitant ou originaire d’Hylè, v. de Chypre, Nonn. D. 13, 144.
Étym. Ὕλη.