ὑπερήσει

Ὑπερησίη

ὑπερηφάνεια
Ὑπερησίη, ης () [] Hypérèsiè, postér. Αἴγειρα, v. d’Achaïe, Il. 2, 573 ; Ὑπερησίηνδε, Od. 15, 254, à Hypérèsiè, avec mouv.