ἡδυλόγος

Ἡδύλος

ἡδυλύρης
Ἡδύλος, ου () Hèdylos :
1 Athénien, Dém. 40, 23 Baiter-Sauppe ||
2 autres, Ath. 297b ; Anth. 4, 1, etc.
Étym. ἡδύς.