ἥγε

Ἡγελόχεια

Ἡγέλοχος
*Ἡγελόχεια, seul. dor. Ἀγελόχεια, ας () [ᾱγ] Agélokheia, f. Anth. 6, 2, 66.
Étym. Ἡγέλοχος.