Ἡγησίλεως

Ἡγησίπολις

Ἡγήσιππος
Ἡγησί·πολις, εως () [σῐ] Hègèsipolis (litt. qui dirige la ville ou l’État) DL. 2, 131.
Étym. ἡγέομαι, πόλις.