Ἡγήσιππος

Ἡγησιπύλη

ἥγησις
Ἡγησι·πύλη, ης () [ῐῠ] Hègèsipylè, n. de f. thrace, Hdt. 6, 39 ; Plut. Cim. 4.
Étym. ἡγέομαι, πύλη.