Ἡφαιστιάδης

Ἡφαιστιεύς

Ἡφαιστίων
Ἡφαιστιεύς, έως, adj. m. habitant d’Hèphæstia, v. de Lemnos, Hdt. 6, 140.
Étym. plur. ion. Ἡφαιστιέες.