Ἡρακλειώτης

Ἡρακλεόδωρος

Ἥρακλες
Ἡρακλεό·δωρος, ου () Hèrakléodôros, h. Arstt. Pol. 5, 2, 9, etc.
Étym. Ἡρακλῆς, δῶρον.