ἡροϊκός

Ἡρόπυθος

Ἡροσκάμανδρος
Ἡρό·πυθος, ου () Hèropythos, h. Hpc. 1106g; Dém. 282, 7 et 25.
Étym. Ἥρα, πυνθάνομαι.