ᾗσι

Ἡσιόδειος

Ἡσίοδος
Ἡσιόδειος, ος, ον, d’Hésiode, Plat. Leg. 658d; Plut. Amat. 8, Qu. conv. 3, 9, 4.
Étym. Ἡσίοδος.