ἰατρίνη

Ἰατροκλῆς

ἰατρολογέω-ῶ
Ἰατρο·κλῆς, έους () [ῑᾱ] Iatroklès, h. Dém. 402, 22, etc.
Étym. ἰατρός, κλέος.