Ἰκαριεύς

Ἰκάριος

Ἰκαριώνη
Ἰκάριος, ου () [ῑᾰ] Ikarios, père de Pénélope, Od. 1, 276, 329.
Ἰκάριος, α, ον [ῑᾰ] d’Icare : πόντος Ἰ. Il. 2, 145 ; Ἰ. πέλαγος, Hdt. 6, 96 ; ou abs. τὸ Ἰκάριον, Hdt. 6, 95, la mer d’Icare, partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie.
Étym. Ἴκαρος.