Ἰμϐρασίδης

Ἰμϐράσιος

Ἰμϐρασίς
Ἰμϐράσιος, ου () [] Imbrasios, h. Q. Sm. 10, 87.
Étym. cf. le suiv.
Ἰμϐράσιος, α, ον [] d’Imbrasos, A. Rh. 1, 187 ; 2, 866.