ἰονθώδης

Ἰόνιος

ἰοπάρειος
Ἰόνιος, α, ον [ῑον] d’Ionie, ionien, Hdt. 7, 20, etc. ; subst. ὁ Ἰ. (s. e. πόρος ou πόντος) Thc. 6, 30, la mer Ionienne.