Ἰουδαίηθεν

Ἰουδαϊκός

Ἰουδαϊκῶς
Ἰουδαϊκός, ή, όν, de Juif, judaïque, Spt. 2 Macc. 8, 11 et 13, 21, etc.
Étym. Ἰουδαία.