Ἰφικλήειος

Ἰφικληϊάδης

Ἰφικλῆς
Ἰφικληϊάδης, ου () [ῑ  ῑῐ] le fils d’Iphiklos, c. à d. Podarkès, Q. Sm. 1, 234.
Étym. v. le suiv.