Ἴφικλος

Ἰφικράτης

Ἰφικρατίδας
Ἰφι·κράτης, ους () [ῑφᾰ] Iphikratès, général athénien, Xén. Hell. 4, 5, 13, etc. ||
E Acc. -ην, rar. -η, Str. 389 ; Arstd. 49, 384.
Étym. ἶφι, κράτος.