ἰφικρατίδες

Ἰφιμέδεια

Ἰφινόη
Ἰφι·μέδεια, ας () [ῑῐ] Iphimédeia, f. Od. 11, 305 ; Pd. P. 4, 157.
Étym. ἶφι, μέδομαι.