ἴστωρ

Ἰσχαγόρας

ἰσχάδιον
Ἰσχ·αγόρας, ου () [ᾰγ] Iskhagoras, général spartiate, Thc. 4, 132 ; 5, 19 et 24.
Étym. ἴσχω, ἀγορά.