ἰσθμώδης

Ἰσιακός

Ἰσιάς
Ἰσιακός, ή, όν [ῑσ] d’Isis : ὁ Ἰσιακός, Plut. M. 352b; Diosc. 3, 27, prêtre d’Isis.
Étym. Ἶσις.