ἰσοκράτεια

Ἰσοκράτειος

ἰσοκρατέω-ῶ
Ἰσοκράτειος, ος, ον [Ῡᾰ] d’Isocrate, DH. Isocr. 18, 20, etc. ; οἱ Ἰσοκράτειοι, Lgn 21, les disciples d’Isocrate.
Étym. Ἰσοκράτης.