ἰητορίη

Ἰητραγόρης

ἰητρικός
Ἰητρ·αγόρης, όρεω () Iètragorès, h. Hdt. 5, 37.
Étym. ion. c. *Ἰατραγόρας, de ἰατρός, ἀγορεύω.