Καδμῖλος

Καδμογενής

Κάδμος
Καδμο·γενής, ής, ές :
1 descendant de Kadmos, en parl. d’Hèraklès, Soph. Tr. 116 ||
2 p. ext. thébain, Eschl. Sept. 302 ; Eur. Ph. 808.
Étym. Κάδμος, γένος.