Καλλικράτεια

Καλλικράτης

Καλλικρατίδας
Καλλι·κράτης, ους et ου () [ᾰτ] Kallikratès, h. Hdt. 9, 72, 85 ; Thc. 1, 29, etc.
Étym. κ. κράτος.